- ἀνταπόκρισις
- ἀνταπόκρισιςcorrespondencefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνταποκρίσεις — ἀνταπόκρισις correspondence fem nom/voc pl (attic epic) ἀνταπόκρισις correspondence fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταπόκρισιν — ἀνταπόκρισις correspondence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανταπόκριση — η (Α ἀνταπόκρισις) η αναλογία, η αντιστοιχία νεοελλ. 1. επικοινωνία με γραπτό ή προφορικό λόγο 2. ανταπόδοση 3. δημοσίευμα που στέλνεται σε εφημερίδα (ή πληροφορία σε ραδιόφωνο, τηλεόραση) από συνεργάτη ανταποκριτή ο οποίος εργάζεται σε άλλη χώρα … Dictionary of Greek
ἀνταποκρίσεως — ἀνταποκρίσεω̆ς , ἀνταπόκρισις correspondence fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)